Ναμπλούς

Ναμπλούς
(Nαbulus). Πόλη (300.400 κάτ. το 2003) της Δυτικής Όχθης στα Β της Ιερουσαλήμ. Η N., που είναι σημαντικό εμπορικό κέντρο, ταυτίζεται με την αρχαία πόλη Φλαβία Νάπολη, ρωμαϊκή αποικία που ιδρύθηκε από τον Τίτο το 72 μ.Χ., κοντά στην αρχαία Σιχέμ. Διαδραμάτισε αξιόλογο ρόλο στην περίοδο των βασιλέων του Ισραήλ. Tον 4o αι. ήταν έδρα επισκοπής και υπήρξε σημαντικότατο κέντρο για τη διάδοση του χριστιανισμού. Στην εποχή των Σταυροφοριών υπήρξε πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Περιερχόμενη μετά στον ζυγό του Tανκρέντι (Α’ Σταυροφορία, 1099), έμεινε υπό την κατοχή των σταυροφόρων μέχρι το 1242, οπότε εκείνοι αναγκάστηκαν να την παραδώσουν στους Tούρκους. Η πόλη καταστράφηκε από τον Ιμπραήμ πασά το 1834. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1918 κυριεύτηκε από τον στρατηγό Άλεμπι και, αργότερα, ακολούθησε την τύχη της Ιορδανίας. H παρακμή της συμπίπτει με την αραβική κατάκτηση. Το 1948 αποτέλεσε τμήμα της Ιορδανίας και από τον Ιούνιο του 1967 κατέχεται από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Σαμάρεια — Ιστορική περιοχή της Παλαιστίνης, που σήμερα ανήκει στο κράτος του Ισρα ρήλ και στο Βασίλειο της Ιορδανίας. Ορίζεται στα Β από τη Γαλιλαία, στα Ν από την Ιουδαία, και στα Α από τη βαθιά συροαφρικανική τεκτονική τάφρο, τη λεγόμενη «Κοιλάδα του… …   Dictionary of Greek

  • προσκοπισμός — Παιδαγωγική οργάνωση με εξωσχολικό χαρακτήρα, που γεννήθηκε στην Αγγλία και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδρυτής της είναι ο Άγγλος στρατηγός Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, που κατά τον πόλεμο των Μπόερς οργάνωσε ένα σώμα παιδιών αγγελιαφόρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… …   Dictionary of Greek

  • Σάλαχ ελ Ντιν — Όνομα δύο σουλτάνων. Ελληνοποιημένος τίτλος Σαλαδίνος. 1. Σ. ελ N., Γιούσεφ Ιμπν Αγιούμπ. Πρώτος σουλτάνος της δυναστείας των Αγιουβιδών της Αιγύπτου και της Συρίας (Τακρίτ, Μεσοποταμία 1138 Δαμασκός 1193), κουρδικής καταγωγής, γνωστός και με το… …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρείτες — Κάτοικοι της Σαμάραας. Όταν το 721 π.Χ. οι Εβραίοι εξορίστηκαν, οι Ασσύριοι έφεραν στη Σ. άλλους πληθυσμούς που προέρχονταν από τη Βαβυλωνία και τη Συρία και οι οποίοι, αφού αναμείχθηκαν με τους Εβραίους που είχαν παραμείνει, δημιούργησαν ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”